- Σεβαστολόγος
- Σεβαστο-λόγος, ὁ, and [suff] Σεβαστο-νέως, ὁ, names of officials, coupled with ἀρχινεώκορος, Milet.7.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεβαστολόγος — ὁ, Α (σε συνεκφορά με το αρχινεώκορος) ονομασία αξιωματούχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + λόγος*] … Dictionary of Greek